- τιμωρίων
- τῑμωρίων , τιμωρέωto be an avengerpres part act masc nom sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τιμωριῶν — τῑμωριῶν , τιμωρία retribution fem gen pl τιμωρίζω Tab.Defix. Aud. fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεπάγω — (Α) 1. φέρω κάτι έπειτα από άλλο, επαναλαμβάνω κάτι γρήγορα 2. επιβάλλω κάτι σε κάποιον («οὐ πᾱσι κατεπάγει τιμωρίων ὁμοίως», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐπ άγω «επιφέρω»] … Dictionary of Greek
παιδεύω — (ΑΜ παιδεύω) 1. αναπτύσσω κάποιον πνευματικά και ηθικά, παιδαγωγώ, εκπαιδεύω 2. διαμορφώνω τον πολιτισμό, την πνευματικότητα ενός έθνους, ενός λαού ή μιας κοινωνικής ομάδας («τὴν Ἑλλάδα πεπαίδευκεν ὁ ποιητής», Πλάτ.) 3. κολάζω, τιμωρώ (α. περκαλώ … Dictionary of Greek
περιγραφή — (σχήματος σε άλλο σχήμα). Ο όρος χρησιμοποιείται στη γεωμετρία. Αν δοθεί στο επίπεδο ένα ν γωνο (*πολύγωνο) τίθεται το πρόβλημα: να περιγραφεί το ν γωνο σε κύκλο και το πρόβλημα: να περιγραφεί κύκλος στο ν γωνο. Το πρώτο σημαίνει: να… … Dictionary of Greek
μυστήρια — Τυπική λατρευτική έκφραση, που έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά τους ελληνιστικούς χρόνους. Αβέβαιη είναι η ετυμολογία της λέξης, η οποία προέρχεται από μια ρίζα που έχει παραγάγει μερικές λέξεις με θρησκευτική σημασία, μεταξύ των οποίων ο… … Dictionary of Greek